- σοφιστεύομαι
- ΝΑ, και σοφιστεύω Α [σοφιστής]φέρομαι και σκέπτομαι ως σοφιστήςνεοελλ.λέω σοφιστείεςαρχ.1. είμαι σοφιστής2. (ιδίως σχετικά με τη ρητ.) διδάσκω όπως οι σοφιστές («ἐπ' ἀργυρίῳ σοφιστεύειν», Πλούτ.)3. επινοώ, σκαρφίζομαι κάτι4. αποκρύπτω κάτι με επιδεξιότητα («οὐδὲ ἐσοφίστευεν ἔτι τὸν ἔρωτα», Ηλιόδ.)5. φρ. «σοφιστεύω τὰ ῥητορικά» — διδάσκω τη ρητορική με πραγματείες.
Dictionary of Greek. 2013.